κορακωτός — ή, ό 1. κορακιωτός* 2. φρ. α) ναυτ. «κορακωτός τρόχιλος» τρόχιλος που απολήγει σε γάντζο, κν. γαντζωτός, μακαράς β. «κορακωτός γόμφος» μακριά σιδερένια περόνη που καταλήγει σε γάντζο γ) «κορακωτό σύσπαστο» το σύσπαστο που έχει τον ένα ή και τους… … Dictionary of Greek
καβοσύρτης — ο ναυτ. σύσπαστο τού οποίου η μία από τις τροχαλίες προσαρτάται στο αγόμενο άλλου συσπάστου, με σκοπό τον πολλαπλασιασμό τής δύναμης που ασκείται, αλλ. ακροσύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. κάβος (II) «σχοινί» + σύρω] … Dictionary of Greek
κερκόπους — ο ναυτ. σύσπαστο που χρησιμοποιείται για την εκτροπή τής κέρκου προς κατάλληλη διευθέτηση τού επιδρόμου, κν. παλάγκο τής ράντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος με σημ. «μπούμα, κεραία τού ιστού τού επιδρόμου» + πους (< πούς), πρβλ. φελλό πους, χαλκό… … Dictionary of Greek
κερούχος — ο (Α κεροῡχος, ον, Α θηλ. και κερουχίς, ίδος) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερούχος σχοινί ή σύσπαστο μεταξύ κέρατος και στήλης ιστού, για να συγκρατεί το κέρας στη θέση του αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος (α. «αἴξ κεροῡχος», Βαβρ. β … Dictionary of Greek
λυκόδεσμος — ο είδος ναυτικού κόμπου, θηλειάς που σχηματίζεται στο μέσον τού σχοινιού και μέσα στην οποία περνιέται σύσπαστο ή μοχλός ή ξύλινος κυλινδρικός πάσσαλος για να τεντώνεται το σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
μάντος — ο (Μ μάντος) σχοινί με το οποίο συνδέονται η κεραία και τα πανιά τού καραβιού νεοελλ. 1. το πολύσπαστο, κν. παλάγκο 2. φρ. «μάντος τού πεσκαδούρου» το σύσπαστο τού μασχαλιστήρα, το οποίο χρησιμεύει για τον χειρισμό τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ … Dictionary of Greek
μαντιζέλο — το ναυτ. 1. σύσπαστο με το οποίο ανυψώνονται τα ιστία, ώστε να υποβοηθείται η σειροδέτησή τους, ο έκφορος 2. φρ. «κόντρα μαντιζέλο» ο παρέκφορος … Dictionary of Greek
μασχαλιστήρας — ο (Α μασχαλιστήρ, ῆρος) νεοελλ. ναυτ. 1. το άμβολο, η λαπάτσα 2. σύσπαστο τού οποίου ο τρόχιλος ενώνεται με διπλή αρπάγη για σταθεροποίηση τής άγκυρας στα πλευρά τού πλοίου, κν. πεσκαδούρος αρχ. 1. πλατύς ιμάντας που περιζώνει το άλογο πίσω από… … Dictionary of Greek
μεσίστιος — α, ο (για σημαίες ή σήματα) 1. αυτός που είναι υψωμένος ώς τη μέση τού ιστού σε ένδειξη πένθους («μεσίστια σημαία»·) 2. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ιστών («μεσίστιο σύσπαστο»). επίρρ... μεσιστίως και ια με μεσίστιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)… … Dictionary of Greek
ουρόδεσμος — ο ναυτ. είδος δεσμού με τον οποίο προσδένεται τρόχιλος ή σύσπαστο σε ιστό, σε κεραία ή στα ξάρτια με την ουρά τού σχοινιού περιστρεφόμενη ελικοειδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρά + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον] … Dictionary of Greek